νομοτριβής

νομοτριβής
νομοτριβής, -ές (Μ)
έμπειρος νομικός, νομομαθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικο-τριβής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νομοτρίβεια — νομοτρίβεια, ἡ (Μ) [νομοτριβής] η πείρα, η άσκηση στα σχετικά με τους νόμους, η νομομάθεια …   Dictionary of Greek

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”